αγκοστούρα — η Βοτ. φλοιός από δύο δέντρα τής Ν. Αμερικής, είδη τών γενών Γαλιπέα και Κουσπαρία (Calipea officinalis και Cusparia trifoliata). (Οικογένεια: Ρουτίδες [Rutaceae]). Είναι πικρός και αρωματικός και χρησιμοποιείται στην ιατρική ως τονωτικό και… … Dictionary of Greek
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek
ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… … Dictionary of Greek
πιλόκαρπος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρουτίδες, από τα φύλλα τού οποίου λαμβάνεται η πιλοκαρπίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pilocarpus (< πίλος* + καρπός)] … Dictionary of Greek
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πτελέα — Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία… … Dictionary of Greek
ρούτα — (ruta). Γένος φυτών της οικογένειας των ρουτιδών. Είναι πολυετείς πόες, αδενώδεις, που ευδοκιμούν στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και την κεντρική Ασία. Έχουν φύλλα που εναλλάσσονται, φτερωτά και ακέραια. Τα άνθη τους είναι ακτινόμορφα και έχουν… … Dictionary of Greek
ρυτίδες — οι, Ν βοτ. άλλη ονομασία τής οικογένειας ρουτίδες, που ανήκει στην τάξη ρουτώδη … Dictionary of Greek
σκιμμία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες τής τάξης ρουτώδη, με 9 περίπου είδη αειθαλών θάμνων οι οποίοι ευδοκιμούν στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στα Ιμαλάια … Dictionary of Greek
φελλόδενδρο — το, Ν βοτ. 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες τής τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 9 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή τής ανατολικής Ασίας και τών οποίων ο φλοιός σχηματίζει φελλό 2.… … Dictionary of Greek